μακάρα

μακάρα
μακάρᾱ , μάκαρος
fem nom/voc/acc dual
μακάρᾱ , μάκαρος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μακάρα — Μακάρᾱ , Μακάρευς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάκαρα — Μάκαρ blessed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκαρα — μάκαρ blessed masc/fem acc sg μάκαρος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακάραν — μακάρᾱν , μάκαρος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… …   Dictionary of Greek

  • λοκρός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Μαίρας, κόρης του Προίτου και της Αντείας. Βοήθησε τον Αμφίωνα και τον Ζήθο να χτίσουν τη Θήβα. 2. Γιος του Δία και της Μεγακλούς ή Μεγακλίτης, κόρης του Μάκαρα, και αδελφός της Θήβης. Βοήθησε… …   Dictionary of Greek

  • σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή …   Dictionary of Greek

  • τροπώνω — τροπῶ, όω, ΝΑ [τροπός] ναυτ. συνδέω το κουπί με τον σκαλμό τοποθετώντας τον τροπωτήρα νεοελλ. ναυτ. τοποθετώ σχοινένιο δακτύλιο στον μακαρά …   Dictionary of Greek

  • Άμφισσος — Μυθολογικό πρόσωποασιλιάς των Δρυόπων, γιοςτου Απόλλωνα και της Δρυόπης, την οποία ο Ανδραίμων νυμφεύτηκε έγκυο. Ο Ά. έχτισε την πόλη Οίτη κοντά στο ομώνυμο βουνόκαι ναό του πατέρα του Απόλλωνα, απ’ όπου οι Νύμφες άρπαξαν τη μητέρα του και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”